δεξαμενόπλοιο

δεξαμενόπλοιο
Σκάφος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών φορτίων, όπως αργό πετρέλαιο και πετρελαιοειδή, υγροποιημένα αέρια, διάφορα χημικά προϊόντα, τρόφιμα κ.ά. Τα σκάφη αυτά διαθέτουν ένα κατάστρωμα, ενώ οι χώροι φόρτωσής τους διαχωρίζονται με εγκάρσια και διαμήκη διαφράγματα σε μία σειρά δεξαμενών με μικρά ανοίγματα, τα οποία βρίσκονται στο κατάστρωμα και κλείνουν ερμητικά με ειδικά καλύμματα. Για την εκφόρτωση του σκάφους χρησιμοποιούνται αντλίες, οι οποίες συνδέονται με σωλήνες που βρίσκονται στο κατάστρωμα και καταλήγουν στις δεξαμενές. Η θέρμανση των φορτίων που στερεοποιούνται γίνεται με ειδικούς εναλλακτήρες θερμότητας. Στους εναλλακτήρες αυτούς, οι οποίοι τοποθετούνται στις δεξαμενές, διοχετεύεται υδρατμός. Για τη διασφάλιση της πλοηγικότητας των δ., στις περιπτώσεις που δεν είναι φορτωμένα, προβλέπεται η χρησιμοποίηση ειδικών για τον σκοπό αυτό δεξαμενών νερού. Τα πετρελαιοφόρα δ. ανήκουν στα μεγαλύτερα μεταφορικά σκάφη. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η χωρητικότητά τους μπορεί να φτάσει τους 250.000 τόνους. Οι διεθνείς συμβάσεις για την πρόληψη της θαλάσσιας μόλυνσης επιβάλλουν την τήρηση ορισμένων προδιαγραφών στην κατασκευή των δ. Μεγαλύτερο κίνδυνο συνιστούν, ωστόσο, τα ναυάγια δ., κατά τα οποία μεγάλα φορτία πετρελαίου καταλήγουν στη θάλασσα. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται επιχειρήσεις μεταφοράς του φορτίου τους και άμεσου καθαρισμού των πετρελαιοκηλίδων, ώστε να αποφευχθεί η οικολογική καταστροφή.
* * *
το
1. φορτηγό πλοίο υγρού φορτίου
2. πολεμικό πλοίο, τού οποίου το πρυμναίο τμήμα μπορεί να βυθίζεται τόσο, όσο να επιτρέπει τον δεξαμενισμό αποβατικών πλοιαρίων και τη μεταφορά τους εν συνεχείᾳ στον τόπο αποβάσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεξαμενόπλοιο — το ειδικό σκάφος με στεγανές δεξαμενές που χρησιμοποιείται για μεταφορά υγρών, κυρίως πετρελαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει, που περιέχει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος περιοχή» β. «πετρελαιοφόρα στρώματα») 2. αυτός που μεταφέρει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος αγωγός» β. «πετρελαιοφόρο πλοίο») 3. το ουδ. ως ουσ. το πετρελαιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • σουπερτάνκερ — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) ναυτ. το υπερδεξαμενόπλοιο, μεγάλου μεγέθους δεξαμενόπλοιο μήκους 350 περίπου μέτρων και χωρητικότητας 500.000 περίπου τόννων …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • υπερδεξαμενόπλοιο — το, Ν ναυτ. δεξαμενόπλοιο με χωρητικότητα πολύ μεγαλύτερη από τη χωρητικότητα τών συνήθων δεξαμενοπλοίων …   Dictionary of Greek

  • Λάτσης, Γιάννης — (Κατάκωλο Ηλείας 1910 – 2003). Εφοπλιστής και επιχειρηματίας. Σπούδασε στη σχολή πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού στον Πύργο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ένα εμπορικό φορτηγό που μετέφερε σταφίδα στην Ιταλία, φτάνοντας έως τον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

  • τσουρμάρω — τσούρμαρα και τσουρμάρισα, τσουρμαρίστηκα, τσουρμαρισμένος 1. μτβ., καταρτίζω τσούρμο (βλ. λ.), συγκεντρώνω ναύτες για πλήρωμα του πλοίου, ναυτολογώ. 2. αμτβ., ναυτολογούμαι, παίρνω μέρος σε τσούρμο, κατατάσσομαι ως ναύτης εμπορικού πλοίου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”